- φρενικοτομία
- η, Νιατρ. η φρενικοεξαίρεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phrenicotomy < φρενικός + -τομία (< -τομος < τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρενικεκτομία — η, Ν ιατρ. φρενικοτομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phrenicectomie (< φρενικός + εκτομή)] … Dictionary of Greek